- συζητήσεως
- συζητήσεω̆ς , συζήτησιςjoint inquiryfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… … Dictionary of Greek
έλλεσχος — ἔλλεσχος, ον (Α) αυτός που αποτελεί θέμα συζητήσεως στις λέσχες … Dictionary of Greek
αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι … Dictionary of Greek
δικολαβισμός — ο [δικολάβος] 1. τρόπος συζητήσεως με στρεψόδικα και κακόπιστα επιχειρήματα 2. στρεψόδικο επιχείρημα που αναφέρεται στον τύπο κι όχι στην ουσία … Dictionary of Greek
επίκεντρος — η, ο (Α ἐπίκεντρος, ον) [κέντρο] αυτός που βρίσκεται πάνω από το κέντρο ή πάνω στο κέντρο ή σε κεντρικό σημείο νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το επίκεντρο το κύριο, το κεντρικό θέμα, το κεντρικό σημείο, ο στόχος («το επίκεντρο τής προσοχής, τής… … Dictionary of Greek
επαπορητικός — ἐπαπορητικός και ἐπαπορηματικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που αμφιβάλλει, που έχει απορία 2. αυτός που περιέχει μέσα του απορία 3. αυτός που εκφράζει απορία ή αναφέρεται σε απορία 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαπορηπκόν είδος ρητορικής συζητήσεως 5. επίρρ.… … Dictionary of Greek
πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… … Dictionary of Greek
συζήτηση — η / συζήτησις, ήσεως, ΝΜΑ [συζητῶ] 1. ανταλλαγή γνωμών πάνω σε ένα ζήτημα, η από κοινού εξέταση ενός θέματος μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για την επίλυσή του 2. ζωηρός διάλογος, αντιλογία (α. «πολλῆς δὲ συζητήσεως γενομένης ἀναστὰς Πέτρος… … Dictionary of Greek
Βαρδάνης, Γεώργιος — (Αθήνα τέλη 12ου–μέσα 13ου αι.). Λόγιος ιεράρχης της εποχής της φραγκοκρατίας, γνωστός με το όνομα Αττικός. Ήταν γιος ενός Ηπειρώτη και υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Χωνιάτη. Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός κατέλαβε την Αθήνα, κατέφυγε στα Γρεβενά.… … Dictionary of Greek